Ο Νικόλας Φερόνι, ένας εκαπαιδευτικός και ακτιβιστής, έγραψε, «Όταν ήμουν μικρός, ήθελα να γίνω υπερήρωας, δικηγόρος, ηθοποιός, φιλόσοφος, κωμικός, φιλάνθρωπος, κοινωνικός λειτουργός, δικαστής, και γιατρός. Γι’αυτό έγινα δάσκαλος.» Ως δάσκαλος, κάποιες μέρες νιώθεις πως πραγματικά έχεις τη δύναμη να αλλάξεις τον κόσμο βοηθώντας ένα παιδί. Έτσι και εγώ. Το 1997, μετά από σπουδές στην Αμερική, επέστρεψα στην Κύπρο ως δασκάλα ειδικής εκπαίδευσης. Έβλεπα το επάγγελμα μου με ένα φίλτρο ρόδινο, γεμάτο νεανική αισιοδοξία και το μονοπάτι μπροστά μου φαινόταν γεμάτο άπειρες υποσχέσεις. Περπάτησα με ενθουσιασμό στο ίδιο δημοτικό όπου κάποτε ήμουνα μαθήτρια, με τα λόγια των δικών μου δασκάλων να αντηχούν ακόμα στα αυτιά μου. Αυτός ήταν ένας χώρος με πολλές παιδικές ευχάριστες αναμνήσεις για μένα. Παρουσιάστηκα στο γραφείο του διευθυντή και περίμενα υπομονετικά την σειρά μου πίσω από μια κλειστή πόρτα, όταν ξαφνικά, μια δασκάλα βγήκε με φόρα από το γραφείο. «Είσαι η καινούρια δασκάλα της Ειδικής Εκπαίδευσης;» Πριν προλάβω να απαντήσω, έλαβα το βάπτισμα του πυρός… «Επιτέλους, να τους πάρεις από την τάξη μου, δεν ανήκουν εκεί, να μπορέσω επιτέλους να διδάξω.» Και έτσι απλά, με μια πρόταση, το όνειρο απλά ξεθώριασε και ήμουν πλέον αντιμέτωπη με την πραγματικότητα. Μην ανησυχείτε, το τέλος ήταν θετικό και η δασκάλα αυτή τελικά μια θερμή σύμμαχος για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η ειδική εκπαίδευση έχει ως στόχο την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας και των δυνατοτήτων κάθε μαθητή με αναπηρίες, ώστε να καταστεί δυνατή η ένταξη του στο εκπαιδευτικό σύστημα, στην επαγγελματική δραστηριότητα, και στην κοινωνία σαν ισότιμο μέλος. Από το 1997 μέχρι το 2000 δούλεψα στην Κύπρο ως Δασκάλα Ειδικής Εκπαίδευσης ενώ από το 2000 και μετά, εργάζομαι ως δασκάλα και ως σύμβουλος Ειδικής Μάθησης/Σύμβουλος Δασκάλου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχοντας δουλέψει και στην Κύπρο και στην Αμερική, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάποια μαθήματα ζωής και τις εμπειρίες μου από τις δύο χώρες.
Τα άτομα με ειδικές ανάγκες ήταν για αιώνες στο περιθώριο. Από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι και τη σύχρονες μέρες μας, η αναπηρία θεωρείτο συχνά ως τιμωρία από το θεό ή μία ντροπή που φέρει η οικογένεια. Τα άτομα με αναπηρίες ήταν συχνά «κρυμμένα» και απομονωμένα, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Θυμάμαι καθαρά όταν δούλεψα για μερικούς μήνες σε ειδικό σχολείο στη Λεμεσό μια μάνα, η οποία έφερνε τον αυτιστικό γιο της στο σχολείο λίγα λεπτά μετά το κουδούνι κάθε μέρα, γιατί δεν ήθελε οι γείτονες στο χωριό να δούνε το παιδί της να μπαίνει στο λεωφορείο για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες. Αργά αλλά σταθερά, αυτή η νοοτροπία έχει αρχίσει να αλλάζει, αφού άτομα με αναπηρίες απαιτούν και διεκδικούν ίσα δικαιώματα.
Στην Αμερική, η υποχρεωτική εκπαίδευση ξεκίνησε το 1840 και μέχρι το 1918 είχε εξαπλωθεί σε όλες τις πολιτείες. Τα σχολεία, είχαν το δικαίωμα να αποκλείσουν τα παιδιά με αναπηρίες με τη σύμφωνη γνώμη του νόμου (Beattie vs. Board of Education, 1919) ούτως ώστε να μην «επηρεάζουν» τη μάθηση των άλλων παιδιών. Κατά την ίδια περίοδο, πολλοί εκπαιδευτικοί αρχίζουν να περιγράφουν παιδιά που, ενώ αρχικά δεν φαίνονταν να έχουν κάποια αναπηρία ή νοητικό πρόβλημα, δεν μπορούσαν εύκολα να συγκεντρωθούν, να μελετήσουν, να μάθουν. Υπό αυτές τις συνθήκες αρχίζουν για πρώτη φορά έρευνες για αυτές τις μαθησιακές δυσκολίες. Προβλήματα όπως η δυσλεξία, η υπερκινησία και άλλες «αόρατες» αναπηρίες αρχίζουν να έρχονται στην επιφάνεια. Παρά ταύτα τα παιδιά με αυτά τα συμπτώματα αντιμετωπίζονται ως απλώς τεμπέλικα ή απλά ως παιδιά που «δεν παίρνουν τα γράμματα». Μέχρι το 1922, οι οικογένειες με παιδιά με ειδικές ανάγκες αρχίζουν να οργανώνονται και να απαιτούν εκπαίδευση για τα παιδιά τους δημιουργώντας το Council of Exceptional Children. Σχολεία για παιδιά με ειδικές ανάγκες αρχίζουν να βοηθούν παιδιά με αναπηρίες αλλά αυτό γίνεται συχνά με ιατρική προσέγγιση.
Η ριζική αλλαγή στην ειδική εκπαίδευση επιτεύχθηκε μόνο μετά από τεράστιες κοινωνικές αλλαγές στις Ηνωμένες Πολιτείες και συγκεκριμενα, με τη βοήθεια του Κινήματος για Κοινωνικά δικαιώματα. Το 1954 με μια ριζοσπαστική απόφαση, το συνταγματικό δικαστήριο της Αμερικής ανακοινώνει πως ξεχωριστά σχολεία δεν μπορούν να είναι ίσα (Brown vs. Board of Education). Παρόλο που η δίκη αυτή είχε να κάνει με το δικαίωμα των αφρικανοαμερικανών να είναι στα ίδια σχολεία και να έχουν την ίδια εκπαίδευση με τους λευκούς, αυτή η απόφαση έδωσε το νομικό επιχείρημα που χρειαζόταν ώστε και τα παιδιά με ειδικές ανάγκες να μπορούν να ενταχθούν στα σχολεία της γειτονιάς τους. To 1973, η διάκριση στον χώρο του επαγγέλματος βάση μίας αναπηρίας γίνεται παράνομη. Το 1990, άκτιβιστές με σωματικές αναπηρίες σέρνονται στα σκαλιά του Κονγρέσσου της Αμερικής (The Capitol Crawl) για να δείξουν πως η διαφορετικότητα τους γίνεται αναπηρία, από τη στιγμή που η κοινωνία δεν προσφέρει τα εργαλεία και την πρόσβαση που χρειάζονται. Tο αποτέλεσμα αυτής της πρωτοφανούς προσπάθειας ήταν ο νόμος Americans with Disabilities Act. Αυτός ο νόμος απαγορεύει κάθε διάκριση σε βάρος ατόμων με ειδικές ανάγκες σε όλους τους κοινωνικούς τομείς. O πιο σημαντικός όμως νόμος για την εκπαίδευση των παιδιών με ειδικές ανάγκες, είναι ο Individuals with Disabilities Educational Act (IDEA – 1990). Με αυτό το νόμο γίνονται πια πραγματικότητα θεμελιώδεις αρχές της ειδικής εκπαίδευσης, όπως είναι ο ατομικός προγραμματισμός για κάθε παιδί, σε ένα κατάλληλο περιβάλλον και με την αναγκαία στήριξη, ώστε το παιδί να φτάσει στο μέγιστο δυνατό των ικανοτήτων του.
Σήμερα, η ειδική εκπαίδευση στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχει αυτούς τους τρεις κεντρικούς πυρήνες που καθοδηγούν κάθε απόφαση σε όλα τα σχολεία. Πρώτα, η μάθηση είναι για όλους. Για να επιτευχθεί αυτό, το σχολείο μου στην Αμερική προσφέρει ένα ολόκληρο φασμα προγραμμάτων σε ένα και μόνο κτίριο ώστε το κάθε παιδί να μπορεί να είναι σε ένα χώρο όσο γίνεται πιο κοντά στους συμμαθητές του. Ειδικές μονάδες για παιδιά με σοβαρές αναπηρίες είναι δίπλα στις αίθουσες της επιστήμης και των μαθηματικών χωρίς να παραξενεύει ή να κινεί περιέργεια μία τέτοια κατάσταση. Τα περισσότερα παιδιά με ειδικές ανάγκες είναι σε κανονικές τάξεις με δύο δασκάλες, μία δασκάλα ειδική στην ύλη (φιλόλογος π.χ) και μια της ειδικής εκπαίδευσης. ‘Αλλα παιδιά, είναι σε πιο μικρές τάξεις για μία περίοδο ή περισσότερες, για να λάβουν την εξειδικευμένη βοήθεια που χρειάζονται. Στο κέντρο είναι ο μαθητής. Η αναπηρία του κάθε μαθητή δεν καθορίζει το πρόγραμμα ή την τάξη την οποία χρειάζεται και η ένταξη δεν είναι αυτοσκοπός. Όχι, οι ικανότητες, τα χαρίσματα, οι στόχοι, η εξέλιξη και οι ανάγκες του κάθε μαθητή καθορίζουν το πρόγραμα και το επίπεδο της στήριξης και ως αποτέλεσμα, αυτό δεν μπορεί να είναι στατικό. Ενώ η διδασκαλία μπορεί να είναι διαφορετική από τάξη σε τάξη, αυτό που δεν αλλάζει είναι η προσδοκία πως όλοι οι μαθητές έχουν αξία και πως όλοι οι μαθητές έχουν την ικανότητα να μάθουν.
Ο δεύτερος πυρήνας επιβάλλει ότι η μάθηση πρέπει να είναι κατάλληλη για το κάθε ξεχωριστό άτομο και πρέπει να έχει στόχο την επιτυχημένη ένταξη του στην κοινωνία. Αυτό σημαίνει πως δεν έχουμε όλοι το ίδιο βιβλίο και τους ίδιους στόχους. Για παράδειγμα, στο σχολείο μου, παιδιά με σοβαρή νοητική στέρηση έχουν μαθήματα στην κοινότητα μας δύο φορές την εβδομάδα, όπου μαθαίνουν πως μπορούν να πάρουν το λεωφορείο, ή πως να βρουν κάτι σε ένα κατάστημα. Ο Ignacio Estrada έγραψε, «Εάν ένα παιδί δεν μαθαίνει με τον τρόπο που διδάσκουμε, πρέπει να διδάξουμε με τον τρόπο που μαθαίνει.» Αυτά τα μαθήματα στην κοινότητα είναι για αυτά τα παιδιά το ίδιο σημαντικά όσο είναι για ένα κωφάλαλο παιδί η μάθηση της νοηματικής γλώσσας, για ένα δυσλεξικό παιδί πως να έχει πρόσβαση στον γραπτό λόγο, η για κάθε παιδί πως θα διδαχθεί για παράδειγμα τη Λογοτεχνία. Η κατάλληλη διδασκαλία μπορεί να σχεδιαστεί μόνο με σωστή και συστηματική αξιολόγηση των ικανοτήτων και των αναγκών όλων των μαθητών καθόλη τη διάρκεια του σχολικού χρόνου ,αφού μόνο με αυτό τον τρόπο, ως εκπαιδευτικός, έχω τη δυνατότητα να γνωρίζω αν ο μαθητής μου μαθαίνει.
Τα τελευταία χρόνια, τα άλματα στον τομέα της τεχνολογίας έχουν συμβάλει σημαντικά και στον τομέα της εκπαίδευσης και η τεχνολογία έχει αλλάξει ριζικά τις δυνατότητες για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες. Εμπόδια και φραγμοί παραγκωνίζονται και αποδεικνύουν ξανά πως η κοινωνία είναι αυτή που προσδιορίζει μια αναπηρία. Για παράδειγμα, μαθητές με δυσλεξία έχουν πια την ικανότητα να γράφουν μιλώντας σε ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή ή στο κινητό τούς και μπορούν να ακούσουν οποιοδήποτε άρθρο στο ίντερνετ με το πάτημα ενός κουμπιού. Παιδιά που δε μπορούσαν να μιλήσουν και δεν είχαν τρόπο επικοινωνίας με τους περισσότερους συμπολίτες τους, τώρα έχουν βρει τη «φωνή» τους χρησιμοποιώντας ειδικές συσκευές. Υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα. Ο ενθουσιασμός των παιδιών όταν έχουν κατορθώσει κάτι που νόμιζαν ότι ήταν αδύνατο είναι κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω αλλά που μου υπενθυμίζει κάθε φορά το λόγο για τον οποίο επέλεξα αυτό το λειτούργημα- επάγγελμα. Ο γνωστός επιστήμονας Άλπερτ Α΄ι΄νστάιν το εξήγησε καλύτερα. Είπε, «Είμαστε όλοι ιδιοφυίες. Αλλά αν ζητήσεις από ένα ψάρι να σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο, θα ζήσει όλη του την ζωή νομίζοντας πως είναι ανόητο.» Αν δώσουμε στα παιδιά με ειδικές ανάγκες την ευκαιρία να μας δείξουν τι μπορούν πραγματικά να πετύχουν με την βοήθεια της μαθησης και της τεχνολογίας, τότε τα κοινωνικά στερεότυπα και το στίγμα της αναπηρίας φαντάζουν τόσο ανούσια.
Μία αφρικανική παροιμία λέει πως χρειάζεται ένα ολόκληρο χωριό για να ανατραφεί ένα παιδί. Έτσι και στην εκπαίδευση των παιδιών με ειδικές ανάγκες. Το κάθε σχολείο στην Αμερική έχει μεγάλο αριθμό δασκάλων ειδικής εκπαίδευσης όπως λογοθεραπευτές, εργασιοθεραπευτές, φυσιοθεραπευτές, δασκάλους ειδικής μάθησης, κοινωνικούς λειτουργούς και σχολικούς ψυχολόγους. Όλα αυτά φυσικά συνεπάγονται και ένα αξιόλογο οικονομικό κονδύλι από την πλευρά της κυβέρνησης αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύουν ότι η εκπαίδευση είναι προτεραιότητα όλων στην κοινωνία μας. Απαραίτητη και εξίσου σημαντική είναι και η συνεργασία των γονέων αλλά και του ίδιου του μαθητή. Μόνο όταν όλα τα εμπλεκόμενα μέλη δουλεύουν μαζί προς ένα κοινό στόχο μπορεί να υπάρξει επιτυχία. Για παράδειγμα, αν ένας δάσκαλος μάθει στο μαθητή να δένει να παπούτσια του, αλλά η μαμά στο σπίτι πάντα το κάνει η ίδια για το παιδί, αυτή η ικανότητα του παιδιού θα αρχίσει να χάνεται. Αν ο γονιός περιγράφει ένα ταλέντο που έχει το παιδί του αλλά ο δάσκαλος το αγνοεί γιατί επικεντρώνεται στις δυσκολίες του μαθητή, τότε οι ευκαιρίες για μάθηση απλά εξανεμίζονται. Η ειλικρινής επικοινωνία και η αναγνώριση πως όλα τα μέλη της ομάδας έχουν την δική τους σημαντική προσφορά είναι απαραίτητα στοιχεία για μία επιτυχή συνεργασία μεταξύ σχολείου και οικογένειας.
Τελος, η εκπαίδευση για παιδιά με ειδικές ανάγκες πρέπει να γίνεται με βάση τον σεβασμό και την εκτίμηση προς κάθε άτομο και όχι με βάση τη λύπηση. Τα παιδιά με ειδικές ανάγκες ούτε χρειάζονται, ούτε θέλουν τον οίκτο μας. Εννοώ δηλαδή πως δεν είναι αρκετό να δίνουμε χρήματα σε εράνους, ή απλά να έχουμε άτομα με αναπηρίες στους ίδιους χώρους με εμάς για να νιώθουμε απλά ότι κάνουμε το καθήκον μας. Μαθητές με ειδικές ανάγκες χρειάζονται απλώς κατανόηση όταν κάνουν κάτι που φαίνεται διαφορετικό, υπομονή όταν χρειάζονται λίγο περισσότερο χρόνο για να κάνουν κάτι από μόνοι τους, και πάνω από όλα επιθυμούν διακαώς να μιλήσουν, να παίξουν, να γελάσουν, όπως όλα τα παιδιά.
Ξέρω πως κάποιοι θα πείτε, εδώ δεν είναι Αμερική και τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι στα δικά μας σχολεία. Δε διαθέτουμε τους ίδιους οικονομικούς πόρους και τις ίδιες δυνατότητες για να βοηθήσουμε τα παιδιά με ειδικές ανάγκες. Παρόλο που αναγνωρίζω τους πρακτικούς περιορισμούς από την εμπειρία μου στα σχολεία της Κύπρου, θα ήταν ευχής έργο να μην κλείσουμε τα μάτια στις πιθανότητες και ευκαιρίες που υπάρχουν μπροστά μας. Θα ήθελα να πάω πίσω σε εκείνη τη πρώτη μου χρονιά στο δημοτικό που περιέγραψα στην αρχή. Ναι, πραγματικά δεν ήταν το πιο φιλικό και ευγενές καλωσόρισμα. Ήμουν διορισμένη σε δύο σχολεία (ναι, μία δασκάλα ειδικής εκπαίδευσης σε δύο και τρία σχολεία) και έτσι ήταν αδύνατο να προσδώσω την απαιτούμενη προσήλωση και το χρόνο αλλά και τη δυναμική που ήθελα στη διδασκαλία μου. Δεν υπήρχε καθόλου εξειδικευμένο υλικό για τους μαθητές μου και πέρασα πολλά βράδια μεταφράζοντας ή δημιουργώντας νέο υλικό. Ήμουν καινούρια δασκάλα και, παρόλο που στα νιάτα μας νομίζουμε πως ξερουμε τα πάντα, η αλήθεια ήταν μακριά. Δεν υπήρχαν άλλοι ειδικοί εκπαιδευτικοί να με καθοδηγήσουν. Ήξερα όμως πως τα δύο παιδιά με αυτισμό και το παιδί με το Σύνδρομο Down στο σχολείο χρειάζονταν τη βοήθεια μου.
Ξεκίνησα απλά με το να κερδίσω την εμπιστοσύνη αυτών των παιδιών. Με υπομονή και επιμονή έμαθαν να διαβάζουν. Τις πρώτες βδομάδες, έβαλα ως στόχο να αποδείξουμε σε όλους ότι αυτά τα παιδιά ήταν μελη του σχολικού συνόλου και μπορούσαν όχι μόνο να μάθουν αλλά και να διδάξουν. Κάθε βδομάδα εβρίσκα ένα επίκαιρο θέμα (ας πούμε, Μέρα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων). Αφού απλοποιούσα το θέμα με τρόπο που οι μαθητές μου να το καταλάβουν, και αφού κάναμε πολλές εργασίες και πολλή πρακτική με διάφορους τρόπους (ανάγνωση, κίνηση, τραγούδι) οι μαθητές μου ένιωθαν έτοιμοι να μιλήσουν. Θυμάμαι την πρώτη φορά που μαζί με τους μαθητές μου, χτυπήσαμε δειλά την πόρτα της δασκάλας τους και διακόψαμε την διδασκαλία για να δείξουν οι μαθητές μου στους συμμαθητές τους τι είχαν μάθει. Ξεκίνησαν συνεσταλμένα, αλλά όταν προσέλκυσαν την προσοχή όλων και όταν μπόρεσαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις, η λανθάνουσα αυτοπεποίθησή τους άρχισε να ξεπροβάλλει. Η έκπληξη στα μάτια των παιδιών και της δασκάλας αλλα και το αυθόρμητο χειροκρότημα στο τέλος ήταν ανεκτίμητα.
Φυσικά, δεν άλλαξαν όλα με μια παρουσίαση. Η δασκάλα των μαθητών μου με πλησίασε για να με ρωτήσει πως μπορούσε και η ίδια να βοηθήσει τα παιδιά. Η αλήθεια είναι πως ήταν μια χαρισματική δασκάλα η οποία είχε απλώς απελπιστεί γιατί δεν είχε τη βοήθεια, τη γνώση, ή την εμπειρία για να γνωρίζει πως θα βοηθήσει τα παιδιά με ειδικές ανάγκες. Δουλέψαμε μαζί πολλές φορές μετά με επιτυχία, γιατί είχαμε πια μοιρασμένη την ευθύνη για τους μαθητές μας. Το τελευταίο σημαντικό κομμάτι, ήταν τα υπόλοιπα παιδιά του σχολείου. Κάναμε μαθήματα εξηγώντας πως είμαστε όλοι διαφορετικοί αλλά και τόσο ίδιοι. Μιλήσαμε για τα χαρακτηριστικά των παιδιών με αυτισμό και απάντησα με ειλικρίνεια κάθε τους ερώτηση. Επέμενα ώστε κανείς να μην μιλά στους μαθητές μου σαν να ήταν νήπια και να μην τους βοηθούν, αν δεν χρειάζονταν βοήθεια.
Μέχρι το τέλος της χρονιάς, οι μαθητές με ειδικές ανάγκες είχαν λάβει μέρος σε όλες τις εκδηλώσεις του σχολείου, μπορούσαν να μείνουν και να μάθουν αναλογικά με το επίπεδο του στη γενική τάξη για πολύ περισσότερη ώρα και άρχισαν να περνούν τα διαλείμματα με φίλους στην αυλή. Δεν έλυσα όλα τα προβλήματα και δεν τους «γιάτρεψα». Αυτός δεν ήταν ποτέ ο σκοπός. Όμως, έμαθαν, προχώρησαν, και έγιναν πραγματικά μέλη της σχολικής μας κοινωνίας. Μία από τις πιο γνωστές φυσιογνωμίες με αναπηρίες, η Χέλεν Κέλλερ, έγραψε, «To μόνο χειρότερο πράγμα από το να είσαι τυφλός, είναι το να έχεις όραση αλλά όχι όραμα.» Με όραμα, εκπαίδευση σε σωστή βάση και καθαρούς στόχους μπορούμε να βοηθήσουμε όλους τους μαθητές μας, σε όποιο επίπεδο και αν βρίσκονται, αφού αναγνωρίσουμε και σεβαστούμε πρώτα την ατομικότητα τους, την αξία τους, και τα ξεχωριστά χαρίσματα τους.
Το άρθρο αυτό είναι αφιερωμένο σε όλους τους εκπαιδευτικούς του κόσμου.
5 Οκτωβρίου – Παγκόσμια ημέρα εκπαιδευτικών.