“Μα, δεν θα δώσεις φιλάκι στον παππού;”… “Γιατί δεν έρχεσαι να σε αγκαλιάσω;”… “Έλα να κάτσεις στα πόδια της γιαγιάς”…
Στην κουλτούρα μας έχουμε συνηθίσει να αγκαλιάζουμε τα παιδιά, να τα φιλάμε, να τους ζητάμε να μας αγκαλιάσουν και να μας φιλήσουν. Είναι ίσως μέσα από την προσπάθεια μας να νιώσουμε την αποδοχή τους και να έρθουμε πιο κοντά τους. Η ειλικρινής αγκαλιά ενός μικρού παιδιού μεταδίδει μια ενέργεια όμοια με τίποτα άλλο!
ΌΜΩΣ συνειδητοποιούμε άραγε τι μηνύματα δίνουμε μέσα από αυτή τη συμπεριφορά; Είναι σαν να τους λέμε (1) ότι οι άλλοι μπορούν να μας πλησιάζουν όσο και όποτε το θελήσουν και (2) ότι οφείλουν να μην αρνηθούν κάθε πρόταση των άλλων για σωματική εγγύτητα. Εγγύτητα η οποία στην αρχή μπορεί να είναι μια αγκαλιά, ένα φιλί ή ένα μικρό χάδι, αργότερα όμως μπορεί να εξελιχθεί ακόμα και σε αίτημα για κάθε είδους σεξουαλική επαφή. Με βάση αυτή τη λογική, τα παιδιά που δέχονται ανήθικες προτάσεις από ενήλικες δυσκολεύονται να διαχωρίσουν πότε είναι εντάξει να πουν όχι, πότε πρέπει να τρέξουν μακριά, ποτέ να καταγγείλουν ένα περιστατικό.
Τι μπορούμε να κάνουμε:
– Οι Γονείς –
Μαθαίνουμε στα παιδιά σας ότι είναι τα ίδια κυρίαρχα στο σώμα τους. Τα ίδια θα αποφασίσουν αν θα αγκαλιάσουν ή θα φιλήσουν κάποιον ή αν θα αφήσουν κάποιον να τα πλησιάσει. Το ίδιο ισχύει και για εμάς. Αν δεν θέλουν τα φιλιά μας κάποια στιγμή, θα πρέπει να το σεβαστούμε. Αυτό αφορά κάθε περίπτωση εκτός των όσων είναι απαραίτητων για τη σωματική τους υγιεινή και την εξέταση από το γιατρό. Εκεί θα πρέπει να εξηγήσουμε στο παιδί ότι χρειάζεται να ντυθεί, να πλυθεί, να κάνει εμβόλιο ώστε να είναι υγιές και ασφαλές και για να γίνουν αυτά έως μία ηλικία θα χρειάζεται τη βοήθεια των ενηλίκων που εμπιστεύεται.
Κάθε φορά που ερχόμαστε σε επαφή με κάποιο νέο (για το παιδί ή και για εμάς) ενήλικα ή έφηβο, είτε αυτός είναι συγγενής είτε όχι, του εξηγούμε ότι ακολουθούμε αυτήν την τακτική. Είναι κάτι που μπορεί να γίνει διακριτικά και όχι σε μορφή κηρύγματος. Μπορούμε απλώς να ρωτήσουμε μπροστά του το παιδί μας αν θα ήθελε να τον πλησιάσει, να τον αγκαλιάσει ή να τον φιλήσει. Αν δεν θέλει, μπορούμε να πούμε «εντάξει, όπως θέλεις» και να εξηγήσουμε στο φίλο/φίλη/συγγενή μας ότι μπορεί να ξαναρωτήσει αργότερα, όταν θα έχει εξοικειωθεί περισσότερο το παιδί μαζί του. Χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι τότε το παιδί θα θέλει ή θα πρέπει να θέλει. Κάθε επόμενη φορά θα υπενθυμίζουμε ότι χρειάζεται να ερωτηθεί το παιδί και να συμφωνήσει στη σωματική επαφή.
– Όλοι εμείς –
Είναι καλό να έχουμε στο μυαλό μας όταν βρισκόμαστε με ένα παιδί ότι οφείλουμε να πάρουμε την άδεια του για να το πλησιάσουμε και σε καμία περίπτωση να μην το πάρουμε προσωπικά ή να παρεξηγηθούμε αν δεν θέλει τα χάδια μας. Έχει κάθε δικαίωμα. Όπως κι εμείς, άλλωστε, δεν θα αγκαλιάζαμε με ευκολία τον οποιονδήποτε από την πρώτη γνωριμία ή αν δεν αισθανόμασταν αρκετά άνετα, έτσι και για ένα παιδί δεν πρέπει να είναι αναμενόμενο ότι θα θέλει τη σωματική επαφή.
Ταυτόχρονα, ας προσπαθήσουμε να δείξουμε κατανόηση στους γονείς που προσπαθούν να ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα. Δεν το κάνουν επειδή πιστεύουν ότι εμείς συγκεκριμένα μπορεί να βλάψουμε τα παιδιά τους, αλλά επειδή έτσι τους δίνουν πιο σαφώς το μήνυμα των σωματικών ορίων και της διεκδικητικότητας!
* Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να θεωρηθεί ότι αυτό που προτείνουμε είναι η οπτική ενός κόσμου απειλητικού και έτοιμου να παρενοχλήσει παιδιά με την πρώτη ευκαιρία. Για να μειώσουμε όμως τα περιστατικά, όχι μόνο της παιδικής σεξουαλικής παρενόχλησης – κακοποίησης αλλά και της ανάπτυξης μιας παθητικής στάσης απέναντι στα προσωπικά μας όρια, είναι απαραίτητο να ξεκινήσουμε από εμάς τους ίδιους!!