Πριν από ένα μήνα περίπου έλαβε χώρα σε Λύκειο της επαρχίας Αμμοχώστου ένα από τα πιο αποτρόπαια γεγονότα των τελευταίων ετών στην ιστορία της σχολικής κοινότητας. Κατά την έναρξη της σχολικής χρονιάς μια ομάδα μαθητών βάφτισαν ως έθιμο το βασανισμό και το θάνατο ζώων. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια συμμαθητών και καθηγητών που δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν, σε μια ατμόσφαιρα πνιγμένη από τα καπνογόνα και τα διασκορπισμένα πτώματα των άτυχων ζώων, εκτυλίχθηκαν σκηνές που μάλλον παρέπεμπαν σε «πολεμική σύρραξη». Δε θα παραμείνω στο γεγονός αυτό καθαυτό αλλά στο αίσθημα που προκαλεί στην καρδιά και στην ψυχή του μέσου ανθρώπου, το οποίο είναι κοινό, και στην πράξη που κρίνεται κατεξοχήν αξιόποινη και κατακριτέα. Επαναλαμβάνω η πράξη είναι η αφορμή, όχι η αιτία, για μια σειρά φιλοσοφικών ερωτημάτων και παιδαγωγικών διαπιστώσεων. Όταν μιλάμε για παιδιά και πόσο μάλλον για παιδική παραβατικότητα οφείλουμε να επικεντρωθούμε στο ευρύτερο σχολικό περιβάλλον και την παιδαγωγική διαδικασία εν γένει. Η σχολική παραβατικότητα είναι ένα από τα φαινόμενα που συμπληρώνουν το παζλ της κοινωνικής παθογένειας και τότε το όλο θέμα ανάγεται σε παιδαγωγικό και κοινωνικό ζήτημα, με την έννοια ότι η πράξη διεξήχθη στα πλαίσια της σχολικής κοινότητας που αποτελεί βασικό κύτταρο της κοινωνίας, τη μικρογραφία της κοινωνίας μας.
Το κίνητρό μας, όταν αναφερόμαστε σε παιδιά θα ήταν ευχής έργο να στοχεύει σε μια φιλοσοφία της σύγχρονης παιδαγωγικής, σε μια αναδιάρθρωση της φιλοσοφίας της σύγχρονης παιδαγωγικής. Δεν αναζητάμε ποιος έκανε τί, πώς το έκανε και ποιά είναι η υποδειγματική τιμωρία. Αυτά όλα έχουν πάρει το δρόμο της δικαιοσύνης, όμως το ζητούμενο παραμένει, αναγκάζοντας μας να ερευνήσουμε τα βαθύτερα αίτια. Ας σταματήσουμε πλέον να πιστεύουμε ότι το παιδί είναι ένας μικρός ενήλικας, ένας μικρός άνθρωπος, ακόμη κι αν αυτό το παιδί είναι ένας έφηβος. Είναι ένα όν διαφορετικό, ξεχωριστό και οι σχέσεις του με τον κόσμο είναι και αυτές ιδιαίτερες. Τα παιδιά μας είναι ο καθρέφτης του τρόπου που επιλέγουμε να τα εκπαιδεύσουμε. Είναι ο καθρέφτης των γονέων του, των εκπαιδευτικών του, διότι έτσι έχει καθοριστεί, να εκπαιδευτούν «ως ενήλικες μινιατούρες».
Μήπως ήρθε η ώρα να υπογραμμίσουμε την ανάγκη και τη συμβολή της φυσικής εκπαίδευσης; Μια εκπαίδευση που από τη μια θα αντιμετωπίζει το παιδί ως ανεξάρτητη προσωπικότητα, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φύση και από την άλλη μια εκπαίδευση που θα εκκινεί από την καλλιέργεια των αισθήσεων, τη μάθηση μέσω της ακοής, της όρασης, της αφής, ώστε να ενισχύσει τη φύση της διανοητικής ανάπτυξης, που συνεπάγεται την ανάπτυξη της φυσικής περιέργειας με επιστημονικό και συστηματικό τρόπο; Αφού ολοκληρωθεί αυτό το στάδιο, ο έφηβος αρχίζει σταδιακά μεν αλλά σταθερά να αντιλαμβάνεται την ηθική διάσταση των πραγμάτων μέσω εμπειριών. Τί σημαίνει να συναισθάνεται την αδικία του άλλου και την αγάπη του άλλου, το σεβασμό προς την ίδια τη ζωή και προς όλα τα όντα; Όταν η ατομική διαμόρφωση έχει πλέον ολοκληρωθεί τότε και μόνο τότε η είσοδος στην κοινωνία είναι ελεύθερη. Στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό η αξιοποίηση της παιδαγωγικής διαδικασίας που θα προσανατολίζεται στη διαμόρφωση ανεξάρτητων προσωπικοτήτων, των οποίων η εκπαίδευση «θα παντρεύει» τη φυσική προδιάθεση με τη γνώση. Όμως προκειμένου να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, ως απαραίτητη προϋπόθεση κρίνεται η ανάληψη ευθυνών από την πλευρά των ιθυνόντων και η ανάλογη παιδαγωγική κατάρτιση των εκπαιδευτικών. Ας μη λησμονούμε ότι ο καλύτερος εκπαιδευτής είναι αυτός που φαίνεται λιγότερο κατά την εκπαιδευτική διαδικασία επιτρέποντας στο παιδί να μαθαίνει μόνο του, πειθαρχώντας στο φυσικό και ερευνητικό του ένστικτο.