Κυριακή, 9 Φεβ 2025
- Διαφήμιση -

Θανατική ποινή και ηθικό δίλημμα

στις

Μέσα από τις διηνεκείς προσπάθειες του ανθρώπου να απονείμει δικαιοσύνη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο απέναντι σε αδικήματα που διαπράττονται στα πλαίσια της κοινωνικής του εξέλιξης αντιτάσσονται δύο ακραίες θέσεις. Οι προφανώς συντηρητικότεροι αποδέχονται ως δίκαιη τιμωρία ενός ειδεχθούς εγκλήματος την επιβολή της θανατικής ποινής και διατείνονται ότι αυτή θα αποτελέσει τροχοπέδη στις αποτρόπαιες πράξεις των αδίστακτων δολοφόνων. Οι προοδευτικότεροι με τη σειρά τους έρχονται να τονίσουν ότι ο θάνατος του θύτη αντίκειται στην ιδεολογική στάση υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ταυτόχρονα υποστηρίζουν ότι εισάγει μια ‘’βανδαλιστική ‘’πρακτική αντιμετώπισης τέτοιου είδους καταστάσεων μέσα σε μία σύγχρονη κοινωνία.

Η υιοθέτηση της θανατικής ποινής συνίσταται στη λογική ότι αυτή θα επιβάλλεται σε ειδικές περιπτώσεις που καθιστούν εξαρχής τον εγκληματία επικίνδυνο για το κοινωνικό σύνολο και την ομαλή λειτουργία της Πολιτείας Σίγουρα πολλοί από εμάς δε θα συμβιβαζόταν με την ιδέα -για να αναφέρουμε μία ακραία μορφή εγκλήματος – ότι είναι εν ζωή ένας ανθρωποφάγος. Σε αυτή την περίπτωση αναφερόμαστε σε ένα από τα πιο ακραία και αποτρόπαια εγκλήματα, τα οποία συνήθως σχετίζονται με ανθρώπους ψυχικά διαταραγμένους. Ένα έγκλημα που χαρακτηρίζεται από ΄΄πρωτογονιστικές’’ τάσεις, οι οποίες ισοπεδώνουν και εξευτελίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη θεωρείται ανατρεπτικό στοιχείο της ζωής. Με ανάλογο τρόπο σκέψης από τη στιγμή που κάποιος αφαιρεί τη ζωή ενός συνανθρώπου του διαπράττει ‘’ύβριν΄΄αλλά δε φτάνει στο εξευτελιστικό και ακραίο σημείο να εξαφανίσει και να αφαιρέσει την υλική του υπόσταση, όπως στην περίπτωση του θύτη – ανθρωποφάγου που εκμηδενίζει το σώμα και την ψυχή ταυτόχρονα του θύματος.

- Διαφήμιση -

Η προαναφερόμενη περίπτωση είναι μία από τις πιο σπάνιες που όμως συναντάται και σε πολιτισμένες χώρες της σύγχρονης εποχής. Η λήψη σωφρονιστικών μέτρων έχει θετικές συνέπειες αναφορικά με τη μείωση κάποιων εγκλημάτων, ‘έτσι ώστε και τα άτομα που διέπραξαν το αδίκημα να είναι σε θέση να αποδεχθούν την όλη ιδέα του σωφρονισμού’’. Ειδικότερα παρέχεται η δυνατότητα σε κάποιον που για παράδειγμα σκότωσε να κατανοήσει το αδίκημα που διέπραξε. Τα παρανοϊκά, όμως αδικήματα, εκείνα δηλαδή που βρίσκονται έξω από κάθε είδους ανθρωπιά και αξιοπρέπεια μήπως είναι ‘’αναγκαίο κακό’’ να τιμωρούνται ανάλογα, δηλαδή με τη θανατική ποινή;

Ακόμη και η ιδέα της θανατικής ποινής σε αδικήματα, όπως στα προαναφερόμενα ή παρόμοια συνοδεύεται από τη σκέψη ότι πάντοτε υποκρύπτεται ο κίνδυνος μιας πιθανής μίμησης του εγκλήματος από κάποιον άλλον. Δεν ήταν λίγες οι φόρες που συνέβησαν στυγερά εγκλήματα, ύστερα από μιμητισμό παρόμοιων πράξεων ακόμη και από μικρά παιδιά. Συνήθως ή σπανιότερα άτομα με ψυχικές διαταραχές ηρωοποιούν τέτοιου είδους εγκληματίες, ζηλεύοντας ή επιδιώκοντας τη δημοσιότητα που αυτοί απέκτησαν διαμέσου του εγκλήματος που διέπραξαν.

Η ποινή του θανάτου κατευθύνει τους ανθρώπους σε ηπιότερους τρόπους συμπεριφοράς, επειδή ακριβώς φοβούνται την πιθανότητα θανάτωσής τους, σε περίπτωση που διαπράξουν έγκλημα, οπότε περιορίζεται αργά αλλά σταθερά η βία και η εγκληματικότητα. Στην ουσία όμως των πραγμάτων πολλοί επιδοκιμάζουν την ιδέα της θανατικής ποινής, επειδή ακριβώς αποκαθιστά ‘’το κοινόν περί δικαίου αίσθημα΄΄και ειδικότερα τη δικαίωση των συγγενών. Πιο συγκεκριμένα οι συγγενείς του θύματος αντιμετωπίζουν το Θάνατο του εγκληματία ως εκδίκηση και συνάμα εξιλέωση από τον πόνο που τους προκάλεσε ο χαμός του αγαπημένου τους προσώπου. Ο θάνατος του θύτη σε αυτή την περίπτωση λειτουργεί ως υποκατάστατο του πληγωμένου εγωισμού των συγγενών του θύματος.

Στην αντίπερα όχθη εκπροσωπείται η ιδέα μιας ηπιότερης μορφής απονομής δικαιοσύνης, η οποία εκφράζεται χαρακτηριστικότατα μέσα από τα λόγια του Τσεζάρε Μπεκαρία, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ‘’ο σκοπός της ποινής δεν είναι η εκδίκηση αλλά ο σωφρονισμός εκείνου που διέπραξε το αδίκημα και ο παραδειγματισμός των άλλων.’’

Θέτοντας ως θεμέλιο την προαναφερόμενη άποψη του Μπεκαρία σε συνδυασμό με τις αρχές του Χριστιανισμού που υποδεικνύουν ότι μόνο ο Θεός έχει το δικαίωμα να αφαιρεί την ανθρώπινη ζωή, μία αξιόλογη μερίδα ανθρώπων καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος είναι η εσχάτη των ποινών. Η αντιμετώπιση ενός εγκλήματος από την εκ διαμέτρου αντίθετη οπτική γωνία μας θυμίζει έντονα τον εβραϊκό νόμο που υποδεικνύει το ‘’οφθαλμόν αντί οφθαλμού’’ προωθώντας κατά κόρον την εκδίκηση και εξοβελίζοντας κάθε προσπάθεια σωφρονισμού.

Και από τη στιγμή που καταστρέφεται κάθε ίχνος σωφρονισμού του εγκληματία, πάντα στα πλαίσια επιβολής της θανατικής ποινής, δεν αναπτύσσεται πλέον το περιθώριο παραδειγματισμού των υπόλοιπων ανθρώπων, ώστε να αποφευχθούν αξιόποινες πράξεις. Πιο συγκεκριμένα έχει αποδειχθεί ότι ο θάνατος του εγκληματία δε μειώνει την εγκληματικότητα. Και κάτι τέτοιο βασίζεται στη σκέψη ότι ο κάθε δολοφόνος προβαίνει στην εκτέλεση της πράξης πιστεύοντας ότι έχει διαπράξει το τέλειο έγκλημα. Στη χειρότερη περίπτωση η θανατική ποινή οδηγεί τον δράστη σε τέτοια ψυχολογικά αδιέξοδα που τελικά τον καθιστούν αδιάφορο για τον πιθανό επικείμενο θάνατό του. Από τη στιγμή δηλαδή που ο εγκληματίας γνωρίζει εκ προοίμιου την ποινή του είναι πιθανό να οδηγείται σε ακόμη πιο φρικιαστικά εγκλήματα, που διέπονται από ένα εκδικητικό χαρακτήρα.

Πέρα από τα υπόλοιπα σε περίπτωση πιθανότητας ενός λάθους, ίδιον χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης έπεται ως ένα από τα φυσικά και μη απευκταία σε κάποιες περιπτώσεις επακόλουθα της θανατικής ποινής η δυνατότητα της δικαστικής πλάνης. Ας μη λησμονούμε άλλωστε ότι η αντιμετώπιση ενός εγκλήματος με έναν τόσο απόλυτο τρόπο, όπως είναι ο θάνατος δε διέπεται από επανορθωτικό χαρακτήρα. Ούτως ειπείν η καταδίκη ενός αθώου, δε δύναται ετεροχρονισμένα να τον επαναφέρει στη ζωή, εφόσον δηλαδή έχει αποδειχθεί η αθωότητά του. Και με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό ο θάνατος του θύτη δεν εξισορροπείται με το θάνατο του θύματος. Ακόμη και ο πιο οδυνηρός θάνατος του θύτη δεν είναι σε θέση να ξαναζωντανέψει το θύμα.

Εξίσου οδυνηρός είναι και ο επικείμενος ψυχικός βασανισμός στον οποίο υπόκειται ο θανατοποινίτης έχοντας γνώση του μελλοντικού θανάτου του. Σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να υιοθετείται μία κτηνώδη συμπεριφορά απέναντι στον εγκληματία. Τέλος θα ήταν άξιο λόγου να αναφερθεί ότι η ίδια η κοινωνία με τα αρνητικά που φέρει, όπως για παράδειγμα την ανεργία, την πείνα, την κρίση των αξιών κατευθύνει έμμεσα το άτομο στα πρόθυρα της εγκληματικότητας και της βίας. Εφόσον λοιπόν η κοινωνία θεωρείται υπαίτια των εγκλημάτων δε μπορεί να απαντά με θάνατο. Και αν οι φανατικοί υποστηρικτές της θανατικής ποινής εθελοτυφλούν, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η κοινωνία αναπαράγει το έγκλημα από την πλευρά της.

Ανεξάρτητα από τα παραπάνω η θανατική ποινή έχει καταργηθεί στην Ελλάδα τουλάχιστον από το 1993 και οι παράγοντες που συνέβαλαν στην κατάργησή της είναι κυρίως ιδεολογικοί και κοινωνικοί. Οι άγρυπνοι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων     δε θα ασπαζόταν σε καμία περίπτωση την επιβολή της θανατικής ποινής ακόμη και για τον πιο απάνθρωπο δολοφόνο. Συνεπώς η Πολιτεία έχει το ιερό καθήκον να καλλιεργήσει ένα πρόσφορο έδαφος, όπου δε θα καρποφορούν κακοί παρά μόνο καλοί σπόροι, όσο αυτό είναι εφικτό. Άλλωστε το βάρος θα πρέπει να δίδεται στην ίδια την εγκληματική ενέργεια και όχι στην αιτία που την προκάλεσε. Η ύπαρξη της θανατικής ποινής πλήττει ανεπανόρθωτα το θεσμό της Δημοκρατίας, ο οποίος ανεμπόδιστα προάγει το διάλογο προς όλες τις κατευθύνσεις. Έχει μάλιστα αξιολογηθεί ότι η θανατική ποινή αποτελεί παρακλάδι ανελεύθερων καθεστώτων που φέρουν εν ονόματος της κοινωνικής δικαιοσύνης και ασφάλειας την εξόντωση των πολιτικών τους αντιπάλων. Η πολιτεία έχει το ιερό καθήκον να προχωρήσει στην αναδιοργάνωση του σωφρονιστικού συστήματος και την εξυγίανση των φορέων της, ώστε η ισόβια κάθειρξη να αντιπροσωπεύει τη θανατική ποινή, να είναι στην πραγματικότητα ισόβια.

Η κατάργηση, λοιπόν, της θανατικής ποινής σε όλα τα κράτη του κόσμου προβάλλει ως άμεση επιτακτική ανάγκη.Η πραγματική πρόοδος μιας κοινωνίας δεν έγκειται στις αυστηρές και απόλυτες ποινές που ουσιαστικά δεν προσφέρουν τίποτα αλλά στη θέσπιση νόμων που προασπίζουν τα δικαιώματα του ανθρώπου και διαφυλάσσουν την ασφάλεια της ζωής του και την εξέλιξη του εντός των κοινωνικών πλαισίων.

- Διαφήμιση -
Στέλλα Τζιμπιλή
Στέλλα Τζιμπιλήhttps://www.ypatias.com/
Η Στέλλα Τζιμπιλή, Εκπαιδευτικός - φιλόλογος - Συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία στη Φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στη συστηματική φιλοσοφία. Υπ. Διδάκτωρ φιλοσοφίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.