“Η τέχνη δεν είναι καπρίτσιο του ατομικού δημιουργού. Είναι κοινωνική λειτουργία που έχει και αυτή τα υπερατομικά της προστάγματα. Πάντως καθαρή και άδολη τέχνη δεν υπάρχει. Και αυτή η άδολη είναι σκόπιμη. Μονάχα που η σκοπιμότητά της είναι αντιδραστική. Επομένως, όπως είπαμε αντικοινωνική…’ ’διατυπώνει με έμφαση ο Κώστας Βάρναλης. Μέσα από το ευαίσθητο αρχαιοελληνικό πνεύμα ριζώθηκε και στην ουσία άρχισε να ορθοποδεί το μεγαλείο της τέχνης. Με άλλα λόγια στις μέρες μας ορθώνεται η συνειδητή ανάγκη από μία ειδική μερίδα ανθρώπων να μεταφράζει ο, τι τους συγκινεί σε μορφές, εικόνες, λέξεις. Μέσα από τα ατελείωτα μανιφέστα,μεγάλοι ποιητές, ζωγράφοι και συγγραφείς στην προσπάθεια τους να αποδώσουν μια φιλοσοφική εξήγηση στον όρο τέχνη αναδεικνύουν την αίσθηση του ωραίου. Συνεπώς η Τέχνη ως συνώνυμο του Ωραίου είναι ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα που αποβλέπει στην αισθητική απόλαυση και επιδιώκει πλέον μέσα από όλες τις μορφές και τις εκφάνσεις της να προβάλλει τα πολυτιμότερα αγαθά που έχει η φύση διαφυλάξει για τον άνθρωπο.
Ο ίδιος ο άνθρωπος ζώντας στην εποχή του άκρατου καταναλωτισμού και της κρίσης των ηθικών αξιών έχει ανάγκη την τέχνη όσο ποτέ άλλοτε. Μια τέχνη που θα επιδαψιλεύει αγάπη προς τον άνθρωπο, επικοινωνία, ιδέες, ευαισθητοποίηση, συναισθηματική συγκίνηση, εξιλέωση. Προορισμός της τέχνης είναι να στηρίζει το άτομο, να το απελευθερώνει από το άγχος της καθημερινότητας, εφόσον του δίνει τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με τη βαθύτερη ουσία της ζωής χαλαρώνοντας τον ανθρώπινο νου και αποστασιοποιώντάς τον από υποχρεώσεις και ταλαιπωρίες. Η τέχνη σε όλο της το μεγαλείο καθιστά το άτομο υπεύθυνο και έτοιμο να αρνηθεί τις μικροπρέπειες που μαστίζουν την ανθρώπινη κοινωνία, διυλίζοντας μέσα από αυτές την έκφραση των ενστίκτων της αυτοσυντήρησης και διαιώνισης του είδους, διότι αυτοί οι δυο είναι ουσιαστικά οι ανώτεροι στόχοι του ανθρώπου. Υπό αυτό το πρίσμα η τέχνη θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένα αμάλγαμα δύο κύριων χαρακτηριστικών. Θα μιλούσαμε για τη σύνθεση του ωραίου και της κοινωνικής πραγματικότητας. Αναμφισβήτητα οι εκφραστές της άποψης ότι η τέχνη είναι το μέσο αναζήτησης του ωραίου, του αιώνιου, του διαχρονικού ίσως κατατάσσονται στους πιο ρομαντικούς, σε αυτούς που δε θα μπορούσαν να αντέξουν τη σκληρότητα της πραγματικότητας. Το ωραίο έλκει σα μαγνήτης τους ανθρώπους γιατί αποτελεί τη βάση της προκοπής, της ζωής, του αξεπέραστου. Επειδή, όμως, δεν ανταποκρίνεται πάντα στην πραγματικότητα, θα λέγαμε ότι έμμεσα προτείνει τη φυγή από αυτή. Άλλωστε ας μη λησμονούμε ότι όλα όσα βιώνουμε στις μέρες μας περισσότερο άσχημα παρά όμορφα είναι. Η τέχνη αποτελεί το έναυσμα για τους ανθρώπους να κυνηγήσουν το ωραίο, να κάνουν την ομορφιά τρόπο ζωής. Μήπως, όμως, σε αυτή την περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος να δημιουργήσουν οι άνθρωποι που ασπάζονται την ομορφιά έναν κόσμο πλασματικό ή ουτοπικό;
Στον αντίποδα της ιδέας που εκφράζει την τέχνη του ωραίου βρίσκεται μια άλλη μορφή τέχνης που σφυγμομετρά την κυνικότητα της ζωής. Αναμφισβήτητα το βάρος της ευθύνης των δεινών της κοινωνίας, θα ήταν παράλογο να αποδοθεί στην τέχνη που ωραιοποιεί. Είναι ιερή υποχρέωση των καλλιτεχνών να καταγράφουν τις κοινωνικές δονήσεις και να φέρουν το άτομο σε επαφή με την πραγματικότητα, γιατί μόνο με αυτό τον τρόπο θα καταφέρουν να το ευαισθητοποιήσουν για τα κοινά, να καλλιεργήσουν ιδανικά, να καυτηριάσουν και να διορθώσουν τα κακώς κείμενα. Και σε αυτή την περίπτωση ο κίνδυνος που καραδοκεί εξομοιώνεται με την κατάργηση της αισθητικής, η οποία εξοβελίζεται για χάρη της τραγικής πραγματικότητας.
Πέρα από τις σοφιστικές φιλοσοφίες, τις κούφιες αερολογίες επίκεντρο της τέχνης θα ήταν ευχής έργο να είναι ο άνθρωπος και οι ωφέλειες που δύναται να αποκομίσει ο ίδιος από τις πηγές της. Ο άνθρωπος, όσο ποτέ άλλοτε έχει ανάγκη τόσο από την αίσθηση του ωραίου, όσο και από την τέχνη της διδαχής.